- προσωπογραφώ
- [просопографо] р. писать портрет,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
προσωπογραφώ — έω, Ν 1. φιλοτεχνώ προσωπογραφίες 2. περιγράφω τον χαρακτήρα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ἑλληνογαλλικὸν Λεξικὸν τού Άγγ. Βλάχου J … Dictionary of Greek
εικονογραφώ — εικονογράφησα, εικονογραφήθηκα, εικονογραφημένος, μτβ. και αμτβ. 1. γράφω εικόνες, ζωγραφίζω. 2. διακοσμώ με εικόνες, έντυπο ή κτίριο, προσωπογραφώ (κάνω πορτρέτα), τοιχογραφώ: Εικονογραφήθηκε το βιβλίο από τον τάδε ζωγράφο. 3. μτφ., περιγράφω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)